Λυσικράτη, μνημείο του-

Λυσικράτη, μνημείο του-
Μνημείο της αρχαίας Αθήνας, χορηγός του οποίου υπήρξε ο Αθηναίος πολίτης Λυσικράτης (4ος αι. π.Χ.). Η ανέγερσή του χρονολογείται στο 335/4 π.Χ. Πάνω σε αυτό τοποθετήθηκε ένας χάλκινος τρίποδας με τον οποίο είχε βραβευθεί ο Λυσικράτης. Το μνημείο αυτό, ένα από τα ωραιότερα και πιο καλοδιατηρημένα του ελλαδικού χώρου, απαρτιζόταν από ένα τετράγωνο κρηπίδωμα από πώρινους λίθους, επάνω στο οποίο στηριζόταν ένα οικοδόμημα σε σχήμα κυκλικού ναού από πεντελικό μάρμαρο. Στο μπροστινό μέρος του κυκλικού επιστυλίου υπήρχε μια επιγραφή, σύμφωνα με την οποία το μνημείο αυτό είχε γίνει για τη νίκη ενός χορού παιδιών της Ακαμαντίδος φυλής. Στη ζωφόρο που βρισκόταν πάνω από το επιστύλιο υπήρχε μια ανάγλυφη παράσταση που απεικόνιζε τον μύθο της αιχμαλωσίας του Διόνυσου από Τυρρηνούς πειρατές και της τιμωρίας των απαγωγέων του από τον θίασό του. Στην παράσταση αυτή, απεικονίζονται Σάτυροι να δένουν τους πειρατές στα δέντρα, να τους δέρνουν και να τους ρίχνουν στη θάλασσα, ενώ ο Διόνυσος κάθεται στη μέση κρατώντας δοχεία με κρασί και παίζοντας με έναν πάνθηρα. Στην κορυφή του μνημείου βρισκόταν ένας μονολιθικός στύλος, φτιαγμένος από γαλαζωπό μάρμαρο του Υμηττού και στολισμένος με φολιδωτά ή λεπιδωτά κοσμήματα. Το μ. του Λ., που για πολλούς αιώνες αποκαλείτο λανθασμένα Φανάρι του Διογένη (ονομασία που έχει επικρατήσει μέχρι και σήμερα), βρίσκεται στην κάτω πλευρά της ανατολικής πλαγιάς της Ακρόπολης, στη σημερινή πλατεία Λυσικράτους (στην Πλάκα). Το μνημείο του Λυσικράτη, έργο του 334 π.Χ., το μόνο διατηρημένο χορηγικό μνημείο της ελληνικής αρχαιότητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • κορινθιακός ρυθμός — Ο τρίτος και μεταγενέστερος ρυθμός της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, μετά από τον δωρικό και τον ιωνικό. Συνιστά παραλλαγή του ιωνικού, από τον οποίο διαφέρει μόνο στη μορφή του κιονόκρανου. Το κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από τον κάλαθο …   Dictionary of Greek

  • διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… …   Dictionary of Greek

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • Στρίκλαντ, Ουίλιαμ — (Strickland). Αμερικανός αρχιτέκτονας (Φιλαδέλφεια 1788 Νάσβιλ 1854). Υπήρξε μαθητής και συνεργάτης του Μ. Λατρόμπ και ένας από τους κορυφαίους εκπρόσωπους του ελληνικού ρυθμού στις ΗΠΑ. Ανάμεσα στα σπουδαιότερα έργα του διακρίνονται η Τράπεζα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”